- τερπνώς
- τερπνῶς ΝΜΑ, και τερπνά Νεπίρρ. βλ. τερπνός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τερπνῶς — τερπνός delightful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερπνός — ή, ό / τερπνός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που προξενεί τέρψη, ευχάριστος, ευάρεστος (α. «η προφήτισσα Μαρία μ ένα τύμπανο τερπνό», Σολωμ. β. «τῷ γὰρ ῥα θεὸς πέρι δῶκεν ἀοιδὴν τερπνήν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. παροιμ. φρ. «το τερπνόν μετά τού ωφελίμου» λέγεται σε … Dictionary of Greek